ἐπίλογος — reasoning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλογος — ο 1. το τελευταίο μέρος λόγου ή βιβλίου, η κατακλείδα του λόγου. 2. το συμπέρασμα, το πόρισμα λόγου ή βιβλίου. 3. μτφ., το αποτέλεσμα προηγούμενων πράξεων ή γεγονότων, η συνέπεια, το επακόλουθο: Ο επίλογος του μεθυσιού ήταν ο εμετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιλόγοις — ἐπίλογος reasoning masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγου — ἐπίλογος reasoning masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγους — ἐπίλογος reasoning masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγων — ἐπίλογος reasoning masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγῳ — ἐπίλογος reasoning masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλογοι — ἐπίλογος reasoning masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλογον — ἐπίλογος reasoning masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… … Dictionary of Greek